-ούδι

-ούδι
υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. -ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ-ούδιν) από ουσ. με θέμα σε -ου + υποκορ. κατάλ. -(ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα υποκορ, σε -ούδι: αγγελούδι, αλεπούδι, αρκούδι, ζούδι, κοπελούδι, μαθητούδι, μαϊμούδι, μουσούδι, μυαλούδι, πελεκούδι, φλούδι, χνούδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλημερούδια — επιφών. χαιρετισμού το οποίο δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλημέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλημέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι* τρυφερ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • καλησπερούδια — επιφών. χαιρετισμού κατά τις βραδινές συναντήσεις που δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλησπέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλησπέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι, τρυφερ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • καλούδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 115 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται ΝΑ της λίμνης Τριχωνίδας, 60 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. * * * το συν. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • καμωσούδι — το (Μ καμωσούδι) συν. στον πληθ. τα καμωσούδια ό,τι κάνει κάποιος με τα χέρια του («σκιάς με τα καμωσούδια τση να θρέφω το κορμί σου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κάμωση (< κάμνω) + κατάλ. ούδι, πρβλ. αγγελ ούδι, κοπελ ούδι] …   Dictionary of Greek

  • κατούδιον — και κατούδιν, το (Μ) μικρή γάτα, γατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτος + υποκορ. κατάλ. ούδι (ον) (πρβλ. αγγελ ούδι, τραγ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • κοπελούδι — το κοπελούδα, κοπελίτσα, μικρό κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • κορακούδι — κορακούδι, τὸ (Μ) μικρός κόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] …   Dictionary of Greek

  • κουκούδι — το (Μ κουκούδι και κουκούδιν) μικρό κοκκιώδες εξάνθημα, κεφάλι σπυριού, κάκαδο μσν. 1. χαλάζι 2. στον πληθ. τὰ κουκούδια οι κουκκίδες που υπάρχουν για αρίθμηση πάνω στα ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. κουκούδι (αντί κουκκούδι) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. ούδι… …   Dictionary of Greek

  • λαγούδι — το (Μ λαγούδιον και λαγούδιν) λαγουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + υποκορ. κατάλ. ούδι(ον), πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι] …   Dictionary of Greek

  • λακκούδι — λακκούδι, τὸ (Μ) μικρός λάκκος, λακκάκι στο πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”