καλημερούδια — επιφών. χαιρετισμού το οποίο δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλημέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλημέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι* τρυφερ ούδι)] … Dictionary of Greek
καλησπερούδια — επιφών. χαιρετισμού κατά τις βραδινές συναντήσεις που δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλησπέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλησπέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι, τρυφερ ούδι)] … Dictionary of Greek
καλούδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 115 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται ΝΑ της λίμνης Τριχωνίδας, 60 χλμ. ΒΑ της πόλης του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου. * * * το συν. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
καμωσούδι — το (Μ καμωσούδι) συν. στον πληθ. τα καμωσούδια ό,τι κάνει κάποιος με τα χέρια του («σκιάς με τα καμωσούδια τση να θρέφω το κορμί σου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κάμωση (< κάμνω) + κατάλ. ούδι, πρβλ. αγγελ ούδι, κοπελ ούδι] … Dictionary of Greek
κατούδιον — και κατούδιν, το (Μ) μικρή γάτα, γατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτος + υποκορ. κατάλ. ούδι (ον) (πρβλ. αγγελ ούδι, τραγ ούδι)] … Dictionary of Greek
κοπελούδι — το κοπελούδα, κοπελίτσα, μικρό κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπέλα + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] … Dictionary of Greek
κορακούδι — κορακούδι, τὸ (Μ) μικρός κόρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] … Dictionary of Greek
κουκούδι — το (Μ κουκούδι και κουκούδιν) μικρό κοκκιώδες εξάνθημα, κεφάλι σπυριού, κάκαδο μσν. 1. χαλάζι 2. στον πληθ. τὰ κουκούδια οι κουκκίδες που υπάρχουν για αρίθμηση πάνω στα ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. κουκούδι (αντί κουκκούδι) < κόκκος + υποκορ. κατάλ. ούδι… … Dictionary of Greek
λαγούδι — το (Μ λαγούδιον και λαγούδιν) λαγουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + υποκορ. κατάλ. ούδι(ον), πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι] … Dictionary of Greek
λακκούδι — λακκούδι, τὸ (Μ) μικρός λάκκος, λακκάκι στο πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + υποκορ. κατάλ. ούδι (πρβλ. αγγελ ούδι, μαθητ ούδι)] … Dictionary of Greek